συλλαβισμός

συλλαβισμός
συλλαβισμός, ο και συλλάβισμα, το
1. χωρισμός των λέξεων σε συλλαβές.
2. το να διαβάζει κάποιος συλλαβιστά.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • συλλαβισμός — ο, Ν 1. χωρισμός τών λέξεων στις συλλαβές από τις οποίες αποτελούνται 2. συλλαβιστή ανάγνωση, ανάγνωση που γίνεται με δυσκολία, συλλαβή προς συλλαβή. [ΕΤΥΜΟΛ. < συλλαβίζω. Η λ. μαρτυρείται από το 1782 στον Αδ. Κοραή] …   Dictionary of Greek

  • συλλάβισμα — το, Ν συλλαβισμός. [ΕΤΥΜΟΛ. < συλλαβίζω. Η λ. μαρτυρείται από το 1889 στο Λεξικόν Ελληνογαλλικόν τού Ν. Κοντοπούλου] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”